μικροφιλόδοξος

μικροφιλόδοξος
-η, -ο
1. αυτός που έχει ασήμαντες φιλοδοξίες, που ικανοποιείται με ασήμαντα πράγματα, ο μικρόχαρος
2. αυτός που είναι μικρός, άσημος και συνάμα φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροφιλοδοξία — η η ιδιότητα τού μικροφιλόδοξου, το να επιδιώκει κανείς ασήμαντα πράγματα, το να έχει μικρές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροφιλόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”